Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Ο «βορειοαμερικανικός ακανθόχοιρος» (Erethizon dorsatum)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακανθόχοιρος οι ακανθόχοιροι
      γενική του ακανθόχοιρου
ακανθοχοίρου
των ακανθόχοιρων
ακανθοχοίρων
    αιτιατική τον ακανθόχοιρο τους ακανθόχοιρους
ακανθοχοίρους
     κλητική ακανθόχοιρε ακανθόχοιροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακανθόχοιρος < αρχαία ελληνική άκανθα + χοίρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακανθόχοιρος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία