Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιχμαλωτίζω < (ελληνιστική κοινή) αἰχμαλωτίζω < αἰχμάλωτος

  Ρήμα επεξεργασία

αιχμαλωτίζω, πρτ.: αιχμαλώτιζα, στ.μέλλ.: θα αιχμαλωτίσω, αόρ.: αιχμαλώτισα, παθ.φωνή: αιχμαλωτίζομαι, μτχ.π.π.: αιχμαλωτισμένος

  1. πιάνω κάποιον αιχμάλωτο
  2. (μεταφορικά) σαγηνεύω
    η μουσική αυτή αιχμαλωτίζει τον ακροατή με την υποβλητικότητά της

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία