αιτιολογικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιτιολογικός < (ελληνιστική κοινή) αἰτιολογικός
Επίθετο επεξεργασία
αιτιολογικός, -ή, -ό
- που αιτιολογεί, που αναφέρει την αιτία ενός γεγονότος, πράξης κλπ
- αιτιολογική πρόταση: δευτερεύουσα πρόταση που αιτιολογεί αυτό που αναφέρεται σε άλλη πρόταση
- αιτιολογικός σύνδεσμος: ο σύνδεσμος που χρησιμοποιείται για να εισάγει μια αιτιολόγηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
αιτιολογικός
αιτιολογική πρόταση