Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιματίτης οι αιματίτες
      γενική του αιματίτη των αιματιτών
    αιτιατική τον αιματίτη τους αιματίτες
     κλητική αιματίτη αιματίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιματίτης < αίμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιματίτης αρσενικό

  1. (ορυκτολογία) φυσικό οξείδιο του σιδήρου, χρώματος κοκκινωπού ή καφετί
  2. μαύρο πετράδι, με μεταλλική λάμψη, από αυτό το οξείδιο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία