Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αιθύλιο τα αιθύλια
      γενική του αιθυλίου
αιθύλιου
των αιθυλίων
    αιτιατική το αιθύλιο τα αιθύλια
     κλητική αιθύλιο αιθύλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αιθύλιο < αρχαία ελληνική αἰθήρ + ὕλη < ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική éthyle)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αιθύλιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία