αθυροστομία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αθυροστομία < αθυρόστομος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αθυροστομία θηλυκό
- η ιδιότητα του αθυρόστομου
- η αθυροστομία του πάντα ενοχλούσε τους συνεργάτες του
- έκφραση άσχημη, προσβλητική, αγοραία, βωμολοχία, αισχρολογία, χυδαία υβρεολογία, βρισίδι