Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθυροστομία οι αθυροστομίες
      γενική της αθυροστομίας των αθυροστομιών
    αιτιατική την αθυροστομία τις αθυροστομίες
     κλητική αθυροστομία αθυροστομίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αθυροστομία < αθυρόστομος + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αθυροστομία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αθυρόστομου
    η αθυροστομία του πάντα ενοχλούσε τους συνεργάτες του
  2. έκφραση άσχημη, προσβλητική, αγοραία, βωμολοχία, αισχρολογία, χυδαία υβρεολογία, βρισίδι 

  Μεταφράσεις επεξεργασία