αζωθαιμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αζωθαιμία < άζωτο + αίμα + -ία[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική azotémie[2] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική azotemia[2] / azotaemia[2])
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.zo.θeˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ζω‐θαι‐μί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
αζωθαιμία θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Azotemia στην αγγλική Βικιπαίδεια