Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αζωθαιμία οι αζωθαιμίες
      γενική της αζωθαιμίας των αζωθαιμιών
    αιτιατική την αζωθαιμία τις αζωθαιμίες
     κλητική αζωθαιμία αζωθαιμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αζωθαιμία < άζωτο + αίμα + -ία[1] ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική azotémie[2] ή (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική azotemia[2] / azotaemia[2])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.zo.θeˈmi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ζω‐θαι‐μί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αζωθαιμία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  • Azotemia στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Με τροπή τ > θ πριν από δασυνόμενο δίψηφο φωνήεν: αἷμα.
  2. 2,0 2,1 2,2 αζωθαιμίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)