Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αζωγράφητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αζωγράφητ
ος
η
αζωγράφητ
η
το
αζωγράφητ
ο
γενική
του
αζωγράφητ
ου
της
αζωγράφητ
ης
του
αζωγράφητ
ου
αιτιατική
τον
αζωγράφητ
ο
την
αζωγράφητ
η
το
αζωγράφητ
ο
κλητική
αζωγράφητ
ε
αζωγράφητ
η
αζωγράφητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αζωγράφητ
οι
οι
αζωγράφητ
ες
τα
αζωγράφητ
α
γενική
των
αζωγράφητ
ων
των
αζωγράφητ
ων
των
αζωγράφητ
ων
αιτιατική
τους
αζωγράφητ
ους
τις
αζωγράφητ
ες
τα
αζωγράφητ
α
κλητική
αζωγράφητ
οι
αζωγράφητ
ες
αζωγράφητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αζωγράφητος
<
α-
στερητικό +
ζωγραφώ
Επίθετο
επεξεργασία
αζωγράφητος, -η, -ο
αζωγράφιστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αζωγράφητος
→
δείτε
τη λέξη
αζωγράφιστος