Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αζευγάριστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αζευγάριστ
ος
η
αζευγάριστ
η
το
αζευγάριστ
ο
γενική
του
αζευγάριστ
ου
της
αζευγάριστ
ης
του
αζευγάριστ
ου
αιτιατική
τον
αζευγάριστ
ο
την
αζευγάριστ
η
το
αζευγάριστ
ο
κλητική
αζευγάριστ
ε
αζευγάριστ
η
αζευγάριστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αζευγάριστ
οι
οι
αζευγάριστ
ες
τα
αζευγάριστ
α
γενική
των
αζευγάριστ
ων
των
αζευγάριστ
ων
των
αζευγάριστ
ων
αιτιατική
τους
αζευγάριστ
ους
τις
αζευγάριστ
ες
τα
αζευγάριστ
α
κλητική
αζευγάριστ
οι
αζευγάριστ
ες
αζευγάριστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αζευγάριστος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αζευγάριστος, -η, -ο
που δεν αποτελεί
ζευγάρι
, που δεν έχει
ταίρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αζευγάριστος