Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Αζαλέα από την Ιαπωνία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αζαλέα οι αζαλέες
      γενική της αζαλέας των αζαλεών
    αιτιατική την αζαλέα τις αζαλέες
     κλητική αζαλέα αζαλέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αζαλέα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αζαλέα θηλυκό

  • (λουλούδι) καλλωπιστικό θαμνώδες φυτό που ανήκει στο γένος Rhododendron

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία