αζαλέα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αζαλέα | οι | αζαλέες |
γενική | της | αζαλέας | των | αζαλεών |
αιτιατική | την | αζαλέα | τις | αζαλέες |
κλητική | αζαλέα | αζαλέες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αζαλέα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αζαλέα θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αζαλέα στη Βικιπαίδεια