αετονύχης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αετονύχης αρσενικό (θηλυκό: αετονύχισσα)
- πανέξυπνος και πονηρός απατεώνας, αυτός που αρπάζει ευκαιρίες απατεωνιάς (όπως ο αετός αρπάζει με τα νύχια του το θήραμά του)