Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροτοπογραφία οι αεροτοπογραφίες
      γενική της αεροτοπογραφίας των αεροτοπογραφιών
    αιτιατική την αεροτοπογραφία τις αεροτοπογραφίες
     κλητική αεροτοπογραφία αεροτοπογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροτοπογραφία < αερο- + τοπογραφία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική aerial survey)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροτοπογραφία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία