Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροπειρατεία οι αεροπειρατείες
      γενική της αεροπειρατείας των αεροπειρατειών
    αιτιατική την αεροπειρατεία τις αεροπειρατείες
     κλητική αεροπειρατεία αεροπειρατείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροπειρατεία < αερο- + πειρατεία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική air piracy [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροπειρατεία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία