αεροπειρατία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αεροπειρατία < αεροπειρατής
Ουσιαστικό επεξεργασία
αεροπειρατία θηλυκό
- η κατάληψη με τη βία αεροσκάφους εν πτήσει από κάποιον από τους επιβαίνοντες
Μεταφράσεις επεξεργασία
αεροπειρατία