Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροελέγκτρια οι αεροελέγκτριες
      γενική της αεροελέγκτριας των αεροελεγκτριών
    αιτιατική την αεροελέγκτρια τις αεροελέγκτριες
     κλητική αεροελέγκτρια αεροελέγκτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεροελέγκτρια < αεροελεγκτής + κατάληξη θηλυκού -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεροελέγκτρια θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αεροελεγκτής