Δείτε επίσης: ἀεικινησία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεικινησία οι αεικινησίες
      γενική της αεικινησίας των αεικινησιών
    αιτιατική την αεικινησία τις αεικινησίες
     κλητική αεικινησία αεικινησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αεικινησία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀεικινησία → δείτε και τη λέξη αεικίνητος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αεικινησία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • «αεικίνητος (αεικινησία)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)