Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδρομερής < (ελληνιστική κοινή) ἁδρομερής < ἁδρός + μέρος

  Επίθετο επεξεργασία

αδρομερής -ής -ές

  • που περιγράφεται αδρά, που δίνεται σε γενικές γραμμές, χωρίς πολλές λεπτομέρειες

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

για σωματίδια ή μέλη επεξεργασία
γενικότερα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία