αδικητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αδικητής | οι | αδικητές |
γενική | του | αδικητή | των | αδικητών |
αιτιατική | τον | αδικητή | τους | αδικητές |
κλητική | αδικητή | αδικητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αδικητής αρσενικό
- αυτός που αδικεί κάποιον άλλον