Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αδερφού αρσενικό

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αδερφού αρσενικό ή ουδέτερο

Άλλες μορφές επεξεργασία