Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αδερφοδιώχτης οι αδερφοδιώχτες
      γενική του αδερφοδιώχτη των αδερφοδιωχτών
    αιτιατική τον αδερφοδιώχτη τους αδερφοδιώχτες
     κλητική αδερφοδιώχτη αδερφοδιώχτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδερφοδιώχτης < αδερφός + διώκτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αδερφοδιώχτης αρσενικό

  • αυτός που καταδιώκει τα ίδια τα αδέρφια του (ή τους συμπατριώτες του, συνταυτιζόμενος με τον εχθρό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία