αδελφωμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδελφωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αδελφώνω
Μετοχή επεξεργασία
αδελφωμένος, -η, -ο
- που έχει συνάψει πολύ φιλικές σχέσεις με κάποιον, που έχει αδελφωθεί με κάποιον
αδελφωμένος, -η, -ο