Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγριόκρινος οι αγριόκρινοι
      γενική του αγριόκρινου των αγριόκρινων
    αιτιατική τον αγριόκρινο τους αγριόκρινους
     κλητική αγριόκρινε αγριόκρινοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγριόκρινος < αγριό- + κρίνος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ɣɾiˈo.kɾi.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γρι‐ό‐κρι‐νος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγριόκρινος αρσενικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία