αγνωμοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγνωμοσύνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγνωμοσύνη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγνωμοσύνη θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγνωμοσύνη