αγκυλωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγκυλωτός < (αγκυλώνω) αγκυλω- + -τός, ((σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Hakenkreuz)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.loˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γκυ‐λω‐τός
Επίθετο επεξεργασία
αγκυλωτός, -ή, -ό
- που το σχήμα του μοιάζει με την αγκύλη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγκυλωτός