αγκιναρότοπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγκιναρότοπος < αγκινάρ(α) + -ό- + -τοπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγκιναρότοπος αρσενικό
- τόπος όπου ευδοκιμούν οι αγκινάρες
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγκιναρότοπος
|
αγκιναρότοπος αρσενικό
|