αγιοκατάταξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγιοκατάταξη | οι | αγιοκατατάξεις |
γενική | της | αγιοκατάταξης* | των | αγιοκατατάξεων |
αιτιατική | την | αγιοκατάταξη | τις | αγιοκατατάξεις |
κλητική | αγιοκατάταξη | αγιοκατατάξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αγιοκατατάξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγιοκατάταξη < αγιοκατατάσσω + -ξη
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγιοκατάταξη θηλυκό
- (θρησκεία) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του αγιοκατατάσσω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγιοκατάταξη