αγενώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
αγενώς
- με τρόπο αγενή, χωρίς καλούς τρόπους
- μου μίλησε αγενώς και δεν της είχα κάνει τίποτα
- (βιολογία) με αγενή πολλαπλασιασμό, χωρίς να σχηματιστεί γαμέτης
- αυτά τα φυτά πολλαπλασιάζονται και από σπόρους και αγενώς με καταβολάδες