αγγειοπλαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγγειοπλαστικός < αγγειοπλάστης + -ικός
Επίθετο επεξεργασία
αγγειοπλαστικός
- που έχει σχέση με τον αγγειοπλάστη ή την αγγειοπλαστική ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αγγειοπλάστης, αγγείο και πλάθω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγειοπλαστικός
|