αγγειολίπωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγειολίπωμα ουδέτερο
Συγγενικά επεξεργασία
- αγγειομυολίπωμα
- → δείτε τις λέξεις αγγείο και λίπωμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγειολίπωμα
αγγειολίπωμα ουδέτερο