Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειοκινητικός η αγγειοκινητική το αγγειοκινητικό
      γενική του αγγειοκινητικού της αγγειοκινητικής του αγγειοκινητικού
    αιτιατική τον αγγειοκινητικό την αγγειοκινητική το αγγειοκινητικό
     κλητική αγγειοκινητικέ αγγειοκινητική αγγειοκινητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειοκινητικοί οι αγγειοκινητικές τα αγγειοκινητικά
      γενική των αγγειοκινητικών των αγγειοκινητικών των αγγειοκινητικών
    αιτιατική τους αγγειοκινητικούς τις αγγειοκινητικές τα αγγειοκινητικά
     κλητική αγγειοκινητικοί αγγειοκινητικές αγγειοκινητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγειοκινητικός < αγγειο- + κινητικός

  Επίθετο επεξεργασία

αγγειοκινητικός, -ή, -ό

  • (ανατομία) που ρυθμίζει τη διάμετρο των αιμοφόρων αγγείων, όπως λ.χ. συγκεκριμένα νεύρα· αυτός που σχετίζεται με τις συσπάσεις αγγείων
    αγγειοκινητικά νεύρα / συμπτώματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία