αγγειεκτομή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγγειεκτομή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγειεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) χειρουργική επέμβαση που χρησιμοποιείται ώς μέθοδος στείρωσης/αντισύλληψης για τους άνδρες και τα αρσενικά θηλαστικά και που περιλαμβάνει την εκτομή σπερματικών πόρων ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκροή του σπέρματος κατά τη συνουσία