αγαρηνός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αγαρηνός | η | αγαρηνή | το | αγαρηνό |
γενική | του | αγαρηνού | της | αγαρηνής | του | αγαρηνού |
αιτιατική | τον | αγαρηνό | την | αγαρηνή | το | αγαρηνό |
κλητική | αγαρηνέ | αγαρηνή | αγαρηνό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αγαρηνοί | οι | αγαρηνές | τα | αγαρηνά |
γενική | των | αγαρηνών | των | αγαρηνών | των | αγαρηνών |
αιτιατική | τους | αγαρηνούς | τις | αγαρηνές | τα | αγαρηνά |
κλητική | αγαρηνοί | αγαρηνές | αγαρηνά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαρηνός < μεσαιωνική ελληνική ἀγαρηνός < ελληνιστική κοινή Ἀγαρηνός < Ἄγαρ < αρχαία εβραϊκή הָגָר (Hāġār)
Επίθετο επεξεργασία
αγαρηνός, -ή, -ό
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαρηνός
|