αγαθοπόνηρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αγαθοπόνηρος, -η, -ο
- αυτός που συμπεριφέρεται με καλοσύνη εκ του πονηρού
- αυτός που κάνει τον χαζό με πονηριά
Συνώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαθοπόνηρος
|