αγαθαρχικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγαθαρχικός < μεσαιωνική ελληνική αγαθάρχης
Επίθετο επεξεργασία
αγαθαρχικός, -η, -ον
- (θρησκεία) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αγαθαρχία του Θεού
- (νεοελλ.) αυτος που διέπεται από αγαθές (καλές) αρχές
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγαθαρχικός
|