αγάλακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αγάλακτος, -η, -ο
- που δεν παράγει αρκετό γάλα, που έχει προσβληθεί από αγαλακτία
- που έχει σταματήσει πλέον να θηλάζει
- αγάλακτο παιδί
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγάλακτος
|