αβλαβέστατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβλαβέστατος < αβλαβ(ής) + -έστατος < αρχαία ελληνική ἀβλαβέστατος
Επίθετο επεξεργασία
αβλαβέστατος, -η, -ο
- υπερθετικός βαθμός του αβλαβής, που δεν προξενεί απολύτως καμία βλάβη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβλαβέστατος
|