Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβκωτή <  αβκόν + -ωτή [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβκωτή θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Χατζηιωάννου, Κ. Ετυμολογικό λεξικό της ομιλούμενης κυπριακής διαλέκτου στο Κέντο Εννοκής Γλώσσας