Δείτε επίσης: Κουλούρη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουλούρι τα κουλούρια
      γενική του κουλουριού των κουλουριών
    αιτιατική το κουλούρι τα κουλούρια
     κλητική κουλούρι κουλούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κουλούρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουλούριον, υποκοριστικό του κουλούρα < (ελληνιστική κοινήκολλούρα < αρχαία ελληνική κολλύρα
 
Kουλούρια απλά και διπλά.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kuˈlu.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κου‐λού‐ρι
τονικό παρώνυμο: Κούλουρη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κουλούρι ουδέτερο

  1. (γαστρονομία) αρτοσκεύασμα συνήθως σε στρογγυλό σχήμα και πασπαλισμένο με σουσάμι
    Ο κουλουράς φωνάζει «κουλούρια Θεσσαλονίκης!».
    για το γλύκισμα → δείτε κουλουράκι
  2. (μεταφορικά, εκπαίδευση) ο βαθμός μηδέν στο σχολείο ή σε εξετάσεις
    Τα γραπτά σας είναι όλο κουλούρια.
     συνώνυμα: κουλούρα

Εκφράσεις επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία