αβαράρω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβαράρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική varare (καθελκύω πλοίο)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vaˈɾa.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐ρά‐ρω
Ρήμα επεξεργασία
αβαράρω, αόρ.: αβαράρισα (χωρίς παθητική φωνή)
- (ναυτικός όρος) απομακρύνω πλεούμενο από αγκυροβόλιο, ή από επικίνδυνο σημείο
- ↪ Αβαράρισε να μην πέσουμε στην ξέρα!
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αβαράρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αβαράρω - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας