Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβαράρω < (άμεσο δάνειο) ιταλική varare (καθελκύω πλοίο)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.vaˈɾa.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βα‐ρά‐ρω

  Ρήμα επεξεργασία

αβαράρω, αόρ.: αβαράρισα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία