αβανταδόρισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβανταδόρισσα < αβανταδόρ(ος) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβανταδόρισσα θηλυκό
- θηλυκό του αβανταδόρος
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αβανταδόρος
αβανταδόρισσα
|