αβανταδόρικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβανταδόρικος < αβανταδόρος
Επίθετο επεξεργασία
αβανταδόρικος, -η, -ο
- αυτός που ταιριάζει σε αβανταδόρο ή είναι προς όφελος κάποιου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβανταδόρικος
|
αβανταδόρικος, -η, -ο
|