Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αβαντάζ < (λόγιο δάνειο) γαλλική avantage [1] Δεν σχετίζεται με το αβανταδόρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.vanˈtaz/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐βαν‐τάζ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αβαντάζ ουδέτερο άκλιτο

  • πλεονέκτημα
    έναντι των υπολοίπων συναδέλφων είχε το αβαντάζ των πολλών γνωριμιών

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία