έτυμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έτυμο | τα | έτυμα |
γενική | του | ετύμου & έτυμου |
των | ετύμων |
αιτιατική | το | έτυμο | τα | έτυμα |
κλητική | έτυμο | έτυμα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έτυμο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἔτυμον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἔτυμος (αρχαία ελληνική, αληθής)[1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
έτυμο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) η λέξη από την οποία προέρχονται άλλες, η αρχική ρίζα άλλων λέξεων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ έτυμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- «έτυμον» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)