Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

έτος φωτός < έτος + φως (γενική: του φωτός)

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

έτος φωτός ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία