έρπων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έρπων | η | έρπουσα | το | έρπον |
γενική | του | έρποντος & έρποντα1 |
της | έρπουσας & ερπούσης* |
του | έρποντος |
αιτιατική | τον | έρποντα | την | έρπουσα | το | έρπον |
κλητική | έρπων | έρπουσα | έρπον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έρποντες | οι | έρπουσες | τα | έρποντα |
γενική | των | ερπόντων | των | ερπουσών | των | ερπόντων |
αιτιατική | τους | έρποντες | τις | έρπουσες | τα | έρποντα |
κλητική | έρποντες | έρπουσες | έρποντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έρπων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕρπων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος έρπω (έρπω) [1]
Επίθετο επεξεργασία
έρπων
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έρπων
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ έρπων - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας