έξοδος κινδύνου
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έξοδος κινδύνου | οι | έξοδοι κινδύνου |
γενική | της | εξόδου κινδύνου | των | εξόδων κινδύνου |
αιτιατική | την | έξοδο κινδύνου | τις | εξόδους κινδύνου |
κλητική | έξοδε κινδύνου | έξοδοι κινδύνου | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
έξοδος κινδύνου θηλυκό
- μία έξοδος που επιτρέπει τη γρήγορη εκκένωση ενός χώρου σε έκτακτη ανάγκη
Μεταφράσεις επεξεργασία
έξοδος κινδύνου