έντρανς πολ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- έντρανς πολ < αγγλική entrance poll
Ουσιαστικό επεξεργασία
έντρανς πολ ουδέτερο, πληθυντικός έντρανς πολς
- δημοσκόπηση εισόδου (εκλογέων), που πραγματοποιείται από δημοσκόπους πριν ή κατά την είσοδο των εκλογέων στα εκλογικά τμήματα
- "τα αποτελέσματα των έντρανς πολς δημοσιοποιούνται μετά το πέρας της ψηφοφορίας".
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
έντρανς πολ
|