Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

έντρανς πολ < αγγλική entrance poll

  Ουσιαστικό επεξεργασία

έντρανς πολ ουδέτερο, πληθυντικός έντρανς πολς

  1. δημοσκόπηση εισόδου (εκλογέων), που πραγματοποιείται από δημοσκόπους πριν ή κατά την είσοδο των εκλογέων στα εκλογικά τμήματα
    "τα αποτελέσματα των έντρανς πολς δημοσιοποιούνται μετά το πέρας της ψηφοφορίας".

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία