Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι ένοπλες δυνάμεις
      γενική των ενόπλων δυνάμεων
    αιτιατική τις ένοπλες δυνάμεις
     κλητική ένοπλες δυνάμεις
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ένοπλες δυνάμεις < → δείτε τις λέξεις ένοπλος και δύναμη• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈe.no.ples ðiˈna.mis/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

ένοπλες δυνάμεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • ΕΔ (συντομογραφία)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία