έκδοχο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έκδοχο | τα | έκδοχα |
γενική | του | εκδόχου & έκδοχου |
των | εκδόχων |
αιτιατική | το | έκδοχο | τα | έκδοχα |
κλητική | έκδοχο | έκδοχα | ||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
έκδοχο ουδέτερο
- (φαρμακευτική) συνδετική ουδέτερη (μη ενεργή) ουσία που προστίθεται στην παρασκευή ενός φαρμάκου ώστε να είναι κατάλληλο για λήψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ έκδοχο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας