έβενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | έβενος | οι | έβενοι |
γενική | του | έβενου & εβένου |
των | έβενων & εβένων |
αιτιατική | τον | έβενο | τους | έβενους & εβένους |
κλητική | έβενε | έβενοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έβενος < ελληνιστική κοινή ἔβενος (αρσενικό) < ελληνιστική κοινή ἔβενος (θηλυκό) < αρχαία αιγυπτιακή
(hbnj)
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
έβενος αρσενικό
- σκληρό και βαρύ ξύλο με βαθύ σκούρο χρώμα, από διάφορα υποτροπικά και τροπικά δέντρα, κυρίως του γένους Diospyros
Συνώνυμα επεξεργασία
- αβανόζι (παρωχ.)